- πολυδυστροφία
- η, Νιατρ. συγγενής και συχνά οικογενής πάθηση, που χαρακτηρίζεται από διαταραχές κατά την ανάπτυξη τού σκελετού εξαιτίας πολλών επιφυσιακών βλαβών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δυστροφία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.